τετευχησθαι

τετευχησθαι
    τετευχῆσθαι
    inf. pf. pass. к τευχέω См. τευχεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τετευχησθαι" в других словарях:

  • τετευχῆσθαι — to be armed perf inf pass (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετευχήσθαι — Α (επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

  • τευχώ — έω, Α βλ. τετευχῆσθαι …   Dictionary of Greek

  • τεύχημα — τὸ, Α κατασκεύασμα, δημιούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. *τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»